ἐπίκοιλος: Difference between revisions

13
(6_18)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίκοιλος''': -ον, πορώδης, [[σπογγώδης]], [[ὀστέον]] Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896.
|lstext='''ἐπίκοιλος''': -ον, πορώδης, [[σπογγώδης]], [[ὀστέον]] Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκοιλος]], -ον (Α) [[κοίλος]]<br />αυτός που έχει κοιλότητες ή πόρους, ο [[πορώδης]].
}}
}}