ἐπίμοχθος: Difference between revisions

13
(6_16)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμοχθος''': -ον, [[πλήρης]] μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ [[ἐπίπονος]], Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, [[μετὰ]] κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· [[οὕτως]] οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).
|lstext='''ἐπίμοχθος''': -ον, [[πλήρης]] μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ [[ἐπίπονος]], Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, [[μετὰ]] κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· [[οὕτως]] οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμοχθος]], -ον) [[μόχθος]]<br />(για [[εργασία]]) αυτός που απαιτεί την [[καταβολή]] πολλού μόχθου, [[επίπονος]], πολύ [[κοπιαστικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[δραστήριος]], αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] μόχθους, [[εκείνος]] τον οποίο ανέχεται ή διάγει [[κανείς]] με [[μεγάλη]] [[δυσκολία]] («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)<br /><b>3.</b> [[επώδυνος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίμοχθον</i><br />η [[εργατικότητα]], η [[δραστηριότητα]].
}}
}}