3,277,002
edits
(6_9) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπλοκήλη''': ἡ, ([[ἐπίπλοον]], [[κήλη]]) «[[ἐπιπλοκήλη]] ἐστὶν [[ὀλίσθησις]] ἐπίπλου κατὰ τὸ [[μέρος]] τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον [[πάθημα]], ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε. | |lstext='''ἐπιπλοκήλη''': ἡ, ([[ἐπίπλοον]], [[κήλη]]) «[[ἐπιπλοκήλη]] ἐστὶν [[ὀλίσθησις]] ἐπίπλου κατὰ τὸ [[μέρος]] τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον [[πάθημα]], ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐπιπλοκήλη]])<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] κήλης που χαρακτηρίζεται από την [[πτώση]] του επίπλου [[μέσα]] στον κηλικό σάκο. | |||
}} | }} |