ἐπίμικτος: Difference between revisions

13
(6_17)
(13)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμικτος''': -ον, κοινὸς εἴς τινα, ἔστι τὰ χωρία [[ταῦτα]] Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα Στράβων 647. 2) μεμιγμένος, [[ἀνάμικτος]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 52, Νικ. Θηρ. 528· φασήλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 95. ― Ἐπίρρ. ἐπιμίκτως Ζωναρ. ἐν Συντάγματι Ἱερ. καν. τ. 2, σ. 226.
|lstext='''ἐπίμικτος''': -ον, κοινὸς εἴς τινα, ἔστι τὰ χωρία [[ταῦτα]] Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα Στράβων 647. 2) μεμιγμένος, [[ἀνάμικτος]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 52, Νικ. Θηρ. 528· φασήλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 95. ― Ἐπίρρ. ἐπιμίκτως Ζωναρ. ἐν Συντάγματι Ἱερ. καν. τ. 2, σ. 226.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίμικτος]] και [[ἐπίμεικτος]], -ον (Α) [[[επιμίγνυμι]]<br /><b>1.</b> ανακατωμένος<br /><b>2.</b> [[κοινός]] («τὰ χωρία ταῡτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές<br /><b>4.</b> (για στίχο ή [[ποίημα]]) [[εκείνος]] που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.
}}
}}