ἐπισκώπτης: Difference between revisions

13
(6_19)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκώπτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπισκώπτων, ὁ ἐμπαίζων· ἴδε [[ἐπικόπτης]].
|lstext='''ἐπισκώπτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπισκώπτων, ὁ ἐμπαίζων· ἴδε [[ἐπικόπτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκώπτης]], ὁ (Α) [[επισκώπτω]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να σκώπτει, να κοροϊδεύει.
}}
}}