ἐπιστρόγγυλος: Difference between revisions

13
(6_17)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστρόγγῠλος''': -ον, κλίνων εἰς τὸ στρογγύλον, ἔχων στρογγύλον πως [[σχῆμα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 1.
|lstext='''ἐπιστρόγγῠλος''': -ον, κλίνων εἰς τὸ στρογγύλον, ἔχων στρογγύλον πως [[σχῆμα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστρόγγυλος]], -ον (Α) [[στρογγυλός]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] [[κάπως]] στρογγυλό.
}}
}}