ἐπιτατικός: Difference between revisions

14
(6_10)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτᾰτικός''': -ή, -όν, ([[ἐπιτείνω]]) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ [[ἀνεκτικός]], «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ.
|lstext='''ἐπιτᾰτικός''': -ή, -όν, ([[ἐπιτείνω]]) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ [[ἀνεκτικός]], «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτατικός]], -ή, -ό)<br />[[επίταση]]<br />αυτός που αυξάνει την [[τάση]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή συντελεί στην [[επίταση]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις, μόρια <b>κ.λπ.</b>) αυτός που επαυξάνει τη [[σημασία]] ενός όρου της πρότασης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτατικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[επίταση]], με [[επαύξηση]] της επίτασης.
}}
}}