ἐπιφυλάσσω: Difference between revisions

14
(6_5)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω, φυλάττω, [[περιμένω]], πλοῦν ἐπιφυλαττέτω, ἂς περιμένῃ διὰ [[πλοῖον]] ν’ ἀποπλεύσῃ. Πλάτ. Νόμ. 866D.
|lstext='''ἐπιφῠλάσσω''': Ἀττ. -ττω, φυλάττω, [[περιμένω]], πλοῦν ἐπιφυλαττέτω, ἂς περιμένῃ διὰ [[πλοῖον]] ν’ ἀποπλεύσῃ. Πλάτ. Νόμ. 866D.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιφυλάσσω]] και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)<br />[[φυλάω]] και [[προορίζω]] για κάποιο σκοπό, [[περιμένω]] την κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «η [[τύχη]] του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς [[πόδας]] πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιφυλάσσομαι</i><br /><b>1.</b> έχω επιφυλάξεις, [[σκοπεύω]] να ενεργήσω στην κατάλληλη [[στιγμή]] («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)<br /><b>2.</b> [[επιφυλάσσω]] ένα [[δικαίωμα]] στον εαυτό μου, [[διατηρώ]] [[επιφύλαξη]] για κάποιο [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλάσσω]]. Η λ. <i>επιφυλάττομαι</i> μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}