ἐποπτεία: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />contemplation (des mystères), <i>càd</i> le plus haut degré d’initiation dans les mystères d’Éleusis.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόπτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />contemplation (des mystères), <i>càd</i> le plus haut degré d’initiation dans les mystères d’Éleusis.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόπτης]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐποπτεία]]) [[εποπτεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επίβλεψη]], [[επιτήρηση]] («ἐχει την [[εποπτεία]] όλης της επιχειρήσεως»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η κατ’ [[αίσθηση]] [[αντίληψη]] ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («[[εποπτεία]] ζωγραφικού πίνακα»)<br /><b>2.</b> [[σαφής]] [[γνώση]] του συνόλου και τών επιμέρους στοιχείων κάποιου θέματος<br /><b>αρχ.</b><br />([[αξίωμα]] στα ελευσίνια μυστήρια) ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]], [[επιστασία]] («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῡ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}