ἐπιτυμβίδιος: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait sur un tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τύμβος]].
|btext=ος, ον :<br />qui se fait sur un tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τύμβος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτυμβίδιος]], -ία, -ον (Α) [[επιτύμβιος]]<br /><b>1.</b> [[επιτύμβιος]], [[επιτάφιος]] («ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων» — τών επιτάφιων τραγουδιών, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες» — επίθ. τών κορυδαλλών, [[επειδή]] έχουν [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] τους [[λοφίο]] σαν τύμβο ή [[επειδή]] συνηθίζουν να κάθονται [[πάνω]] σε τάφους.
}}
}}