ἕρμαξ: Difference between revisions

552 bytes added ,  29 September 2017
14
(6_4)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕρμαξ''': -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ [[ἕρμα]], πρβλ. [[λίθαξ]]), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν [[ἄγαλμα]] τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν [[ἕκαστος]] [[διαβάτης]] διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. [[Ἑρμαῖος]], Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».
|lstext='''ἕρμαξ''': -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ [[ἕρμα]], πρβλ. [[λίθαξ]]), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν [[ἄγαλμα]] τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν [[ἕκαστος]] [[διαβάτης]] διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. [[Ἑρμαῖος]], Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἕρμαξ]], ὁ (Α) [[έρμα]]<br /><b>1.</b> [[σωρός]] από πέτρες [[γύρω]] από αγάλματα του Ερμή που τοποθετούσαν στις [[οδούς]], σχηματιζόμενος εξαιτίας της παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει [[κάθε]] [[διαβάτης]] μια [[πέτρα]] στον σωρό, ο αρμακάς<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἕρμακες]]<br />ὕφαλοι πέτραι».
}}
}}