ἐρυθροκάρδιος: Difference between revisions

14
(6_17)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυθροκάρδιος''': -ον, ἔχων ἐρυθρὰν καρδίαν, ἐντεριώνην, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3.
|lstext='''ἐρυθροκάρδιος''': -ον, ἔχων ἐρυθρὰν καρδίαν, ἐντεριώνην, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρυθροκάρδιος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει κόκκινη [[ψίχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]].
}}
}}