εὐδάκτυλος: Difference between revisions

14
(6_17)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδάκτῠλος''': -ον, ἔχων ὡραίους δακτύλους, Ἀλκίφρων 3. 67.
|lstext='''εὐδάκτῠλος''': -ον, ἔχων ὡραίους δακτύλους, Ἀλκίφρων 3. 67.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδάκτυλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία δάκτυλα.
}}
}}