εὐδιαῖος: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />trou de la sentine d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[εὔδιος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />trou de la sentine d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[εὔδιος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[εὐδίαιος]] και εὐδιαῑος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οι ευδίαιοι</i><br />α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την [[εκροή]] τών υδάτων από το [[κατάστρωμα]] πλοίου στη [[θάλασσα]], τα [[μπούνια]]<br />β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμπερής]] οπή στην [[τρόπιδα]] του πλοίου για την [[εκροή]] του ακάθαρτου ύδατος του άντλου<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) <i>εὐδιαῑος</i>, -<i>α</i>, -<i>ον</i><br />(για το [[ψάρι]] [[τριγόλας]], [[μπαρμπούνι]]) αυτός που συνελήφθη [[κατά]] τη [[διάρκεια]] καλοκαιρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Ως ουσ. σημαίνει «την οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα ύδατα», [[διότι]] αυτή η οπή ανοιγόταν μόνο όταν ο [[καιρός]] ήταν [[καλός]]. Ως επίθ. του ψαριού [[τριγόλας]] «[[μπαρμπούνι]]» προσέλαβε τη [[σημασία]] του, [[γιατί]] το [[ψάρι]] αυτό αλιευόταν την [[καλοκαιρία]]].
}}
}}