εὐδιήγητος: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à raconter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διηγέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />facile à raconter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διηγέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτόν τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.
}}
}}