εὐδιάσειστος: Difference between revisions

14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάσειστος''': -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.
|lstext='''εὐδιάσειστος''': -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιάσειστος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ [[φύλλον]] εὐδιάσειστον [[εἶναι]] παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[διάσειστος]] (<span style="color: red;"><</span> [[διασείω]])].
}}
}}