εὐθεράπευτος: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on gagne aisément par de bons soins.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θεραπεύω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on gagne aisément par de bons soins.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θεραπεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθεράπευτος]], -ον)<br />αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βοηθιέται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που διορθώνεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο ικανοποιεί [[κάποιος]] εύκολα με [[καλοσύνη]] και περιποιήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θεραπεύω]].
}}
}}