εὔθρυπτος: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à amollir, à rompre ; <i>en parl. de viande</i> facile à digérer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρύπτω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à amollir, à rompre ; <i>en parl. de viande</i> facile à digérer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθρυπτος]], -ον)<br />αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («[[εὔθρυπτος]] [[αὐχήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («[[εὔθρυπτος]] ἀήρ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κρέας]] ή [[ψάρι]]) ο [[εύπεπτος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θρυπτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρύπτω]] «[[συντρίβω]], [[σπάζω]]»)].
}}
}}