εὐόρπηξ: Difference between revisions

15
(6_11)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐόρπηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίους κλάδους, Νόνν. Δ. 21. 296.
|lstext='''εὐόρπηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίους κλάδους, Νόνν. Δ. 21. 296.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐόρπηξ]], -ηκος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από [[ωραίο]] [[κλάδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρπηξ</i> «[[νέος]] [[βλαστός]], [[κλαδί]]»].
}}
}}