εὐόνειρος: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄνειρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄνειρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐόνειρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν [[νύκτα]]», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόνειρον</i><br />το ευχάριστο όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνειρος</i> / <i>όνειρον</i>].
}}
}}