3,276,901
edits
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμετακόμιστος''': -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, [[πρός]] τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2. | |lstext='''εὐμετακόμιστος''': -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, [[πρός]] τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμετακόμιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μετοικεί εύκολα, ο [[έτοιμος]] ή [[πρόχειρος]] για [[μετανάστευση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[φορητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[κομίζω]]. | |||
}} | }} |