εὐσύστατος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσύστατος''': -ον, [[καλῶς]] συνιστάμενος, [[εὐσχημάτιστος]], ἔμβρυα εὐσύστατα ἐκβάλλει Μatthaei Μed. 122.
|lstext='''εὐσύστατος''': -ον, [[καλῶς]] συνιστάμενος, [[εὐσχημάτιστος]], ἔμβρυα εὐσύστατα ἐκβάλλει Μatthaei Μed. 122.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐσύστατος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[συνοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[φίλος]] εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συ</i>-[[στατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>-[[ίστημι]] «[[συνδέω]], [[συνάπτω]]»)].
}}
}}