ἐφησυχάζω: Difference between revisions

15
(6_13b)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφησῠχάζω''': μέλλ. -άσω, συναινῶ εἴς τι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 2. 64, 4· τινι Ἡλιόδ. 6. 7. ΙΙ. εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8.
|lstext='''ἐφησῠχάζω''': μέλλ. -άσω, συναινῶ εἴς τι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 2. 64, 4· τινι Ἡλιόδ. 6. 7. ΙΙ. εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφησυχάζω]]) [[ἡσυχάζω]]<br />αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, [[ξαποσταίνω]], [[ησυχάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επαναπαύομαι]], [[εμπιστεύομαι]], [[επαφίεμαι]], ξεθαρρεύομαι<br /><b>2.</b> [[αμελώ]], [[παραμελώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ησυχάζω]] ψυχικά για [[κάτι]], [[παύω]] ν' [[ανησυχώ]]<br /><b>μσν.</b><br />αποσύρομαι σε [[μονή]] ή σε [[σκήτη]] για ψυχική [[περισυλλογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[ήσυχος]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br /><b>3.</b> [[παρασιωπώ]]<br /><b>4.</b> (για [[έθιμο]] ή [[συνήθεια]]) δεν εφαρμόζομαι, καθίσταμαι [[άκυρος]], [[ανίσχυρος]], [[πέφτω]] σε [[αχρησία]].
}}
}}