ζοφώδης: Difference between revisions

16
(SL_1)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ζοφώδης]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dark]] Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν [[ὕδωρ]] ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.
|sltr=[[ζοφώδης]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dark]] Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν [[ὕδωρ]] ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ζοφώδης]], -ες) [[ζόφος]]<br />αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] βυθισμένος στο [[σκοτάδι]] της [[πλάνης]] και της αμάθειας, [[γεμάτος]] προκαταλήψεις, [[αμόρφωτος]], [[αδιαφώτιστος]].
}}
}}