ἤϊος: Difference between revisions

1,064 bytes added ,  29 September 2017
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le puissant <i>ou</i> celui qui frappe de loin (Phœbus).<br />'''Étymologie:''' [[ἐΰς]], [[ἠΰς]] ; sel. d’autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. [[ἵημι]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le puissant <i>ou</i> celui qui frappe de loin (Phœbus).<br />'''Étymologie:''' [[ἐΰς]], [[ἠΰς]] ; sel. d’autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. [[ἵημι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἤϊος]], ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Αρίσταρχο) [[τοξότης]], [[ακοντιστής]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) [[αγαθός]] («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> επιφων. <i>ή</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιήιος]] <span style="color: red;"><</span> επιφ. <i>ιή</i>). Η [[αναγωγή]] του στο [[ίημι]] από τους αρχαίους [[είναι]] [[μάλλον]] λαϊκή παρετυμολογική [[σύνδεση]]. Εξίσου απίθανη και η [[σύνδεση]] με το <i>ηϊ</i>- του <i>ηϊ</i>-[[κανός]] και με το <i>ηώς</i>, αν και η προκύπτουσα [[σημασία]] «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα <i>Φοίβε</i>].
}}
}}