ἡμίχλωρος: Difference between revisions

16
(6_17)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίχλωρος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πράσινος]], Γλωσσ.
|lstext='''ἡμίχλωρος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πράσινος]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίχλωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[χλωρός]], ο μισοπράσινος.
}}
}}