θάψινος: Difference between revisions

16
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />jaune.<br />'''Étymologie:''' [[θάψος]].
|btext=η, ον :<br />jaune.<br />'''Étymologie:''' [[θάψος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θάψινος]], -η -ον (Α) [[θάψος]]<br />αυτός που έχει κίτρινο [[χρώμα]], [[κίτρινος]], [[ωχρός]] («[[θάψινος]] [[γυνή]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάψος]], αρχ. [[ονομασία]] φυτού από το [[ξύλο]] του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη [[βαφή]]].
}}
}}