θεομαχία: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />combat des dieux entre eux.<br />'''Étymologie:''' [[θεομάχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />combat des dieux entre eux.<br />'''Étymologie:''' [[θεομάχος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[θεομαχία]]) [[θεομάχος]]<br /><b>1.</b> η [[μάχη]] [[κατά]] του θεού<br /><b>2.</b> [[μάχη]] [[μεταξύ]] τών θεών<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να πολεμά [[κάποιος]] την [[πίστη]] σχετικά με την ύπαρξη του θεού ή να καταδιώκει τη [[θρησκεία]].
}}
}}