θεοληψία: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> inspiration divine;<br /><b>2</b> superstition.<br />'''Étymologie:''' [[θεόληπτος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> inspiration divine;<br /><b>2</b> superstition.<br />'''Étymologie:''' [[θεόληπτος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[θεοληψία]]) [[θεόληπτος]]<br />η θεϊκή [[έμπνευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχιατρ.)</b> ψυχοπαθολογική [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία αυτός που πάσχει βρίσκεται [[συνεχώς]] σε [[έκσταση]] ενώπιον της ιδέας του θεού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δεισιδαιμονία]]<br /><b>2.</b> [[μανία]], [[παραφροσύνη]].
}}
}}