θινώδης: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />couvert de sable, de dunes.<br />'''Étymologie:''' [[θίς]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />couvert de sable, de dunes.<br />'''Étymologie:''' [[θίς]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[θινώδης]], -ες (Α) [[θις]]<br /><b>1.</b> [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες [[ἄγκιστρον]]» — [[άγκυρα]] στην άμμο).
}}
}}