θηρεύτωρ: Difference between revisions

17
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρεύτωρ''': -ορος, ὁ, ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
|lstext='''θηρεύτωρ''': -ορος, ὁ, ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρεύτωρ]], ὁ (Α) [[θηρεύω]]<br />(για άνδρες που μετέχουν σε αγώνα του ιπποδρόμου) [[κυνηγός]] θηρίων, [[θηριοδαμαστής]].
}}
}}