θόλος: Difference between revisions

2,894 bytes added ,  29 September 2017
17
(eksahir)
(17)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[habitación de vapor]]
|esgtx=[[habitación de vapor]]
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θόλος]], ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, το) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[κάθε]] θολοειδές [[κοίλωμα]] που υπάρχει στο [[σώμα]] («[[θόλος]] κρανίου»)<br /><b>2.</b> το [[τμήμα]] του καπέλου που μοιάζει με θόλο, κν. [[καλότα]], [[τεπές]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θόλος]] του ουρανού» ή «[[ουράνιος]] [[θόλος]]» — το [[ημισφαίριο]] του ουρανού που φαίνεται [[πάνω]] από τον ορίζοντα, [[στερέωμα]], ουράνια [[σφαίρα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />καμπυλόγραμμη, ημισφαιρική [[συνήθως]] [[οροφή]], [[τρούλλος]] («[[θόλος]] εκκλησίας»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ θόλα</i><br />[[θολοειδής]] [[λουτρώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυκλοτερές [[οικοδόμημα]] με κωνική [[στέγη]], που βρισκόταν στην [[αυλή]] του σπιτιού και στο οποίο φυλάγονταν σκεύη του τραπεζιού, ζωοτροφές κ.λπ.<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) κυκλοτερές [[οικοδόμημα]] όπου παρέμεναν και σιτίζονταν οι πρυτάνεις<br /><b>3.</b> [[κάθε]] κυκλοτερές [[οικοδόμημα]] με κωνική ή ημισφαιρική [[στέγη]] (όπως στην Επίδαυρο, στην [[παρά]] τον Μαίανδρο Μαγνησία <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[δημόσια]] λουτρά) (το αρσ. στον εν. και πληθ.) <i>ὁ [[θόλος]] και <i>οἱ θόλοι</i><br />[[θολοειδής]] [[λουτρώνας]] με ατμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η υποτεθείσα [[σύνδεση]] της λ. τόσο με το [[θάλαμος]] όσο και με γερμ. και σλαβ. λ. που σημαίνουν «[[κοιλότητα]], [[κοιλάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>dal</i>(<i>s</i>), ρωσ. <i>dol</i>, γαλλ. <i>dol</i>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θολωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θολία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θολικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θολίσκος]], [[θολίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θολοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θολοβάτης]], [[θολοδομία]], [[θολοσκέπαστος]], [[θολοστάτης]]].
}}
}}