θορικός: Difference between revisions

17
(6_10)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.
|lstext='''θορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]].
}}
}}