θούρις: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />= [[νύμφη]], Μοῦσα.<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
|btext=ιδος (ἡ) :<br />= [[νύμφη]], Μοῦσα.<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
}}
{{grml
|mltxt=θοῡρις, -ιδος, ἡ (Α)<br />[[θούρος]]<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] με τα ουσ. [[αλκή]], [[αιγίς]], [[ασπίς]])<br />α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) «θοῡρις [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] με την οποία ορμάει [[κανείς]] στη [[μάχη]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θούρος]]].
}}
}}