θρησκευτής: Difference between revisions

17
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρησκευτής''': -οῦ, ὁ λατρεύων, [[μοναχός]], Συνέσ. 167C.
|lstext='''θρησκευτής''': -οῦ, ὁ λατρεύων, [[μοναχός]], Συνέσ. 167C.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρησκευτής]], ὁ (ΑΜ) [[θρησκεύω]]<br /><b>1.</b> [[λάτρης]], [[πιστός]]<br /><b>2.</b> [[μοναχός]].
}}
}}