θυρσόλογχος: Difference between revisions

17
(6_9)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσόλογχος''': ἡ, [[λόγχη]] ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.
|lstext='''θυρσόλογχος''': ἡ, [[λόγχη]] ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρσόλογχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θυρσόλογχος]]<br />[[λόγχη]] δεμένη σε θύρσο ή [[λόγχη]] από θύρσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόγχη]]) <b>[[πρβλ]].</b> [[επτά]]-<i>λογχος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>λογχος</i>].
}}
}}