3,271,364
edits
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θωπευτικός''': -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν νὰ θωπεύῃ, [[κολακευτικός]], ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33˙ τὰ θωπευτικά, [[θωπεία]], Πλάτ. Νόμ. 634Α. - Ἐπίρρ. –κῶς, Δίων Κ. 69. 9, Γαλην. τ. 14, σ. 600, 2. | |lstext='''θωπευτικός''': -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν νὰ θωπεύῃ, [[κολακευτικός]], ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33˙ τὰ θωπευτικά, [[θωπεία]], Πλάτ. Νόμ. 634Α. - Ἐπίρρ. –κῶς, Δίων Κ. 69. 9, Γαλην. τ. 14, σ. 600, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θωπευτικός]], -ή, -όν) [[θωπευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] στο να θωπεύει<br /><b>2.</b> αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, [[γαλίφης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[χαϊδευτικός]]<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]] σαν [[χάδι]], [[απαλός]] σαν [[χάδι]] («η [[πνοή]] του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θωπευτικά</i><br />η [[θωπεία]], η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θωπευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α θωπευτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[τρυφερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />κολακευτικά. | |||
}} | }} |