θυμοσοφικός: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’une nature raisonnable, intelligente.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόσοφος]].
|btext=ή, όν :<br />d’une nature raisonnable, intelligente.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόσοφος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμοσοφικός]], -ή, -όν) [[θυμόσοφος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[θυμοσοφία]] ή στον θυμόσοφο.
}}
}}