θυλακοφόρος: Difference between revisions

17
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡλᾰκοφόρος''': -ον, φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] πήραν, [[ὄνομα]] τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''θῡλᾰκοφόρος''': -ον, φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] πήραν, [[ὄνομα]] τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυλακοφόρος]], -ον (Α)<br />(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει [[μαζί]] του [[σακούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ροπαλο</i>-[[φόρος]], <i>φαεσ</i>-[[φόρος]].
}}
}}