ἰδιοσύγκριτος: Difference between revisions

17
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιοσύγκρῐτος''': -ον, κατ’ [[ἴδιον]] τρὸπον συντεθειμένος, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.
|lstext='''ἰδιοσύγκρῐτος''': -ον, κατ’ [[ἴδιον]] τρὸπον συντεθειμένος, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰδιοσύγκριτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει συντεθεί με ιδιαίτερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[συγκρίνω]].
}}
}}