ἰδιόκτητος: Difference between revisions

17
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιόκτητος''': -ον, κατεχόμενος ὡς ἰδιωτικὴ [[περιουσία]], Ἱππ. 1291. 25, Στράβ. 684· ἰδ. πανευτυχίη, ἣν κτᾶταί τις [[μόνος]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 443.
|lstext='''ἰδιόκτητος''': -ον, κατεχόμενος ὡς ἰδιωτικὴ [[περιουσία]], Ἱππ. 1291. 25, Στράβ. 684· ἰδ. πανευτυχίη, ἣν κτᾶταί τις [[μόνος]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 443.
}}
{{grml
|mltxt=η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόκτητος]], -ον)<br />αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική [[περιουσία]] («ιδιόκτητο [[μέγαρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>κτητος</i>, <i>θεό</i>-<i>κτητος</i>].
}}
}}