3,277,121
edits
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱκετευτικός''': -ή, -όν, [[παρακλητικός]], Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντήδην]]. | |lstext='''ἱκετευτικός''': -ή, -όν, [[παρακλητικός]], Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντήδην]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱκετευτικός]], -ή, -όν) [[ικετεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ικεσία]], [[παρακλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικετευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἱκετευτικῶς)<br />με ικετευτικό τρόπο. | |||
}} | }} |