ἰσχνοσκελής: Difference between revisions

18
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχνοσκελής''': -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.
|lstext='''ἰσχνοσκελής''': -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνοσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λεπτά σκέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>, <i>μακρο</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}