κακόμισθος: Difference between revisions

18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακόμισθος''': -ον, κακῶς ἀνταμειφθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 733, Βασίλ. τ. 3, σ. 208Α.
|lstext='''κακόμισθος''': -ον, κακῶς ἀνταμειφθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 733, Βασίλ. τ. 3, σ. 208Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόμισθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανταμείφθηκε με μικρό [[μισθό]], που κακοπληρώθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].
}}
}}