καλλίπυγος: Difference between revisions

18
(6_18)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίπῡγος''': -ον, ὁ, ἡ, = καλὴν τὴν πυγὴν ἔχων, Κερκιδᾶς παρ’ Ἀθήν. 554D· [[ὄνομα]] περιφήμου ἀγάλματος τῆς Ἀφροδίτης ἤδη ἐν Νεαπόλει εὑρισκομένου, Müller Archäol, d. Kunst § 377. 2.
|lstext='''καλλίπῡγος''': -ον, ὁ, ἡ, = καλὴν τὴν πυγὴν ἔχων, Κερκιδᾶς παρ’ Ἀθήν. 554D· [[ὄνομα]] περιφήμου ἀγάλματος τῆς Ἀφροδίτης ἤδη ἐν Νεαπόλει εὑρισκομένου, Müller Archäol, d. Kunst § 377. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλίπυγος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «οπίσθια»), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>πυγος</i>, <i>μελάμ</i>-<i>πυγος</i>].
}}
}}