καλλιάζω: Difference between revisions

18
(6_2)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιάζω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, [[αὐτόθι]] 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν [[μετὰ]] τοῦ [[κάλλιον]], τό, [[ὄνομα]] δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ [[ὡσαύτως]] = [[τέμενος]], Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.
|lstext='''καλλιάζω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, [[αὐτόθι]] 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν [[μετὰ]] τοῦ [[κάλλιον]], τό, [[ὄνομα]] δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ [[ὡσαύτως]] = [[τέμενος]], Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλλιάζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] [[ανώτερος]], [[ξεπερνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[υπεροχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]], συγκρ. [[βαθμός]] του επίρρ. [[καλῶς]].———————— <b>(II)</b><br />[[καλλιάζω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i>].
}}
}}