κακόχυμος: Difference between revisions

18
(6_8)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακόχῡμος''': ἔχων κακούς, νοσηροὺς χυμούς, [[πλήρης]] χυμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 15, Ἀθήν. 24F, Ἱκέσιος [[αὐτόθι]] 309Β.
|lstext='''κακόχῡμος''': ἔχων κακούς, νοσηροὺς χυμούς, [[πλήρης]] χυμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 15, Ἀθήν. 24F, Ἱκέσιος [[αὐτόθι]] 309Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόχυμος]], -ον)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[κακοχυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς<br /><b>2.</b> (για τροφές) α) [[ανθυγιεινός]]<br />β) αυτός που έχει κακή [[γεύση]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόχυμον</i><br />η [[κακοχυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χυμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>χυμος</i>, <i>παχύ</i>-<i>χυμος</i>].
}}
}}