κανάβινος: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καννάβινος]].
|btext=<i>c.</i> [[καννάβινος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[καννάβινος]], -η, -ο(ν) (Α [[κανάβινος]] και [[καννάβινος]], -ίνη, -ον)<br />καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («[[κράμβη]] κανναβίνη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («[[κανάβινος]] κηρὸς<br />ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> όμοιος με κάν(ν)αβον. με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[ισχνός]] («κανάβινον [[σώμα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβις</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβος</i>].
}}
}}