καρποδότης: Difference between revisions

19
(6_19)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρποδότης''': -ου, ὁ, ὁ δίδων καρπούς, ὁ γεωργὸς ἄνω βλέπων καὶ τὸν καρποδότην ἐπικαλούμενος Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 617D, ΙΙΙ. 1592Α.
|lstext='''καρποδότης''': -ου, ὁ, ὁ δίδων καρπούς, ὁ γεωργὸς ἄνω βλέπων καὶ τὸν καρποδότην ἐπικαλούμενος Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 617D, ΙΙΙ. 1592Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρποδότης]], ο θηλ. [[καρποδότειρα]] (AM)<br />αυτός που παρέχει καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>εργο</i>-[[δότης]].
}}
}}