κασσιτερουργός: Difference between revisions

19
(6_14)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κασσῐτερουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.
|lstext='''κασσῐτερουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κασσιτερουργός]])<br />αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κασσίτερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}